- ἀρχαίῃ
- ἀρχαί̱ῃ , ἀρχαῖοςfrom the beginningfem dat sg (epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἀρχαίη — ἀρχαί̱η , ἀρχαῖος from the beginning fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
METANIRA — Celci coniux Ovid. Fast. l. 4. ubi codd. vulgo Menelina, alii Menalia, alii Melanira, Μετανείρα est Nicandro in Theriacis, eiusque Scholiastae, itemque Nonno Dionys. l. 27. et 47. cui ἀρχαίη dicitur κατ᾿ ἐξοχὴν, ut et Nicandro. Μετανείραν etiam… … Hofmann J. Lexicon universale
αρχαίος — α, ο (AM ἀρχαῑος, α, ον) 1. ο παλαιός, αυτός που υπήρχε στο μακρινό παρελθόν 2. εκείνος που εξακολουθεί να υπάρχει από την αρχαία εποχή μέχρι σήμερα 3. αυτός που έχει παλιώσει, ο ξεπερασμένος, ο απαρχαιωμένος νεοελλ. ως ουσ. Ι. οι αρχαίοι αυτοί… … Dictionary of Greek